- κισσόφυλλον
- κισσόφυλλονivy-leafneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κισσόφυλλον — κισσόφυλλον, τὸ (AM) φύλλο κισσού αρχ. είδος κυκλάμινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φυλλον (< φύλλον), πρβλ. μηλό φυλλον, ροδό φυλλον] … Dictionary of Greek
κισσοφύλλων — κισσόφυλλον ivy leaf neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφύλλῳ — κισσόφυλλον ivy leaf neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek